- κραταιγών
- κρᾰται-γών, όνος, ὁ,A = κράταιγος, Thphr.HP3.15.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κραταιγών — κραταιγών, όνος, ὁ (Α) βλ. κράταιγος … Dictionary of Greek
κράταιγος — ο (Α κράταιγος και κραταιγών) γένος δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ροδίδες και από τον οποίο στην Ελλάδα υπάρχουν οκτώ είδη γνωστά ως μουρτζιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτ αιγος. Το α συνθετικό… … Dictionary of Greek